- ψιλοκομμένος
- η , ο1) нарезанный мелкими кусочками, мелко нарезанный, нарубленный; 2) мелко и тонко молотый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψιλοκόβω — ψιλόκοψα, ψιλοκομμένος 1. κόβω κάτι σε ψιλά κομμάτια. 2. ψιλοκοπανίζω, τρίβω κάτι σε λεπτή σκόνη: Είναι ψιλοκομμένος ο καφές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψιλοκόβω — ψιλοκόβω, ψιλόκοψα, ψιλοκομμένος βλ. πίν. 7 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής